πολυβλεφαριδωτός

πολυβλεφαριδωτός
-ή, -ό, Ν
(το ουσ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυβλεφαριδωτά
τάξη μαστιγοφόρων με γυμνά κύτταρα που στερούνται τελείως περικυτταρικής μεμβράνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyblepharidales < poly- (< πολυ-*) + blephar- (< βλέφαρον) + κατάλ. -idales (πρβλ. -ιδωτά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”